- επαγωγός
- -ό (Α ἐπαγωγός, -όν) [επάγω]ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα»)αρχ.1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.)2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες... ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ», Θουκ.)3. αυτός που επιδρά ελκυστικά, που παρασύρει4. (για φαγητό) νόστιμος («ὄψον ἐπαγωγὸν πάνυ»)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαγωγόνελκυστικότητα, προσέλκυση6. (το ουδ. επιρρηματικώς) έπαγωγόνθελκτικά, γοητευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.